- ζωομορφία
- η звероподобие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωομορφία — η [ζωόμορφος] 1. ομοιότητα στη μορφή με τα ζώα 2. (κυρ. για πάθη ή καταστάσεις) απεικόνιση με μορφή ζώου («οι ζωομορφίες τών πειρασμών τού Αντωνίου», Παπαντ.) 3. πραγματεία περί τής μορφής, δηλ. τού εξωτερικού σχηματισμού τών ζώων … Dictionary of Greek